φυτήκομος

φυτήκομος
-ον, Α
1. (για φυτό) αυτός που έχει χονδρούς κλάδους
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πυκνή κόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. ξανθό-κομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυτηκόμος — ον, ΜΑ βλ. φυτοκόμος …   Dictionary of Greek

  • φυτηκόμου — φυτήκομος gardener masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτηκόμους — φυτήκομος gardener masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτηκόμων — φυτήκομος gardener masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτοκόμος — ο / φυτοκόμος, ΝΜΑ, και φυτηκόμος, ον, ΜΑ νεοελλ. ειδικός που ασχολείται με την επιστημονική καλλιέργεια τών φυτών, γεωπόνος μσν. αρχ. 1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως αμπέλια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοκόμος κηπουρός. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • огородьникъ — ОГОРОДЬНИК|Ъ (11), А с. Садовник, огородник: и б˫аше чло||вѣкъ вышегородѣ старѣи шина огородьникомъ. СкБГ XII, 21а–б; павлинъ же о оградѣ || попечениѥ приимъ. дѣлаше добрѣ. зѧть же риговъ часто въ оградъ хожаше к немѹ. и съ своимь огородникомь… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • φυτοκομία — η, ΝΜΑ, και φυτηκομία ΜΑ [φυτοκόμος / φυτηκόμος] νεοελλ. επιστημονική καλλιέργεια τών φυτών μσν. αρχ. η τέχνη τού φυτοκόμου, καλλιέργεια και περιποίηση τών φυτών …   Dictionary of Greek

  • φυτοκομώ — και φυτηκομῶ, έω, ΜΑ [φυτοκόμος / φυτηκόμος] καλλιεργώ και περιποιούμαι φυτά, ιδίως αμπέλια …   Dictionary of Greek

  • ՏՆԿԱԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 2 0884 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c ա. φυτουργός, φυτηκόμος plantator, plantas curans, hortulanus, vinitor, olitor. Որ գործէ զտունկս՝ տնկելով. դարմանելով. տնկօղ. մշակ. *Զմշակն եւ զտնկագործն. Նիւս. երգ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”